ἱέρᾱξ

ἱέρᾱξ
ἱέρᾱξ
Grammatical information: m.
Meaning: `hawk, falcon'; also fish-name (Epich. 68; Strömberg Fischnamen 1 13f. `high-flyer').
Other forms: -ᾱκος (Alcm. 28, E., Ar., Arist.), ἴρηξ, -ηκος (ep. Ion. Il.)
Compounds: Rarely in compp., e. g. ἱερακο-βοσκός `falconer' (pap.).
Derivatives: Dimin. ἱερακίσκος (Ar.); ἱερακίδιον, -άδιον `statuette of a hawk' (Delos IIa; on the meaning Chantraine Formation 70), ἱερακεῖον `hawk-temple' (pap. IIa), ἱερακιδεύς `young hawk' (Eust.; like ἀετ-ιδεύς a. o.; Boßhardt Die Nomina auf -ευς 78f.); ἱερακάριος `falconer' (Cod. Cat. Astr.); ἱερακίτης name of a stone, from the colour (Plin., Gal.; Redard Les noms grecs en -της 55), ἱεράκιον, also -ία, -ιάς, -ῖτις plant-name, `hawk-weed, Hieracium' (Ps.-Dsc.; on the unclear motivation Strömberg Pflanzennamen 118). - ἱεράκ-ειος, -ώδης `hawk-like' (late).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1123] *uei- `more quickly'
Etymology: Though ἴρηξ in Hom. shows no digamma (Chantraine Gramm. hom. 1, 156), the H.-glosse βείρακες ἱέρακες (with βειράκη ἡ ἁρπακτική) shows an orig. *Ϝῑρᾱξ with -ᾱκ- as in several animals names. One starts from an adj. (noun) *Ϝῑρος, perh. related to (Ϝ)ίεμαι (Ebel KZ 4, 164f.). The sec. Form ἱέραξ from folketymology after ἱερός. - Solmsen Unt. 148f., Bechtel Lex. s. ἴρηξ; more in Bq. - Possible but uncertain; the suffix -ᾱκ- could point to Pre-Greek origin.
Page in Frisk: 1,712

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἱερά — ἱερά̱ , ἱερά serpent fem nom/voc/acc dual ἱερά̱ , ἱερά serpent fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἱερά̱ , ἱερή fem nom/voc/acc dual ἱερά̱ , ἱερή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἱερόν neut nom/voc/acc pl ἱερός filled with neut nom/voc/acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱερά — Ἱερά̱ , Ἱερή fem nom/voc/acc dual Ἱερά̱ , Ἱερή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱέρα — Ἱέρᾱ , Ἱέρη fem nom/voc/acc dual Ἱέρᾱ , Ἱέρη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερᾷ — ἱερά serpent fem dat sg (attic doric aeolic) ἱεράομαι to be a priest pres subj mp 2nd sg ἱεράομαι to be a priest pres ind mp 2nd sg (epic) ἱεράζω serve as priest fut ind mid 2nd sg (epic) ἱεράζω serve as priest fut ind act 3rd sg (epic) ἱερή fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱέρᾳ — Ἱέρᾱͅ , Ἱέρη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱερὰ ἄγκορα. — ἱερὰ ἄγκορα. См. Якорь спасения …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ιερά οδός — Η αρχαία οδική αρτηρία που συνέδεε την Αθήνα με την Ελευσίνα. Ονομάστηκε Ιερά επειδή από εκεί περνούσε η πομπή των Μεγάλων Ελευσινίων. Η αφετηρία της βρίσκεται στην Ιερά Πύλη στον Κεραμεικό και ακολουθεί σχεδόν στα ίχνη του σημερινού ομώνυμου… …   Dictionary of Greek

  • -ιέρα — κατάληξη θηλ. ουσ. τα οποία αποτελούν μεταφορά στην Ελληνική τόσο ιταλικών λέξων που σημαίνουν θήκη, δοχείο (πρβλ. σαλτσιέρα < salsiera), ταμπακιέρα < tabacchiera), φρουτιέρα < fruttiera) όσο και γαλλικών (πρβλ. γκαρσονιέρα <… …   Dictionary of Greek

  • Ιερά — Τοπωνύμια της αρχαιότητας. 1. Ηφαιστειογενές νησί στα Β της Σικελίας, στο σύμπλεγμα των Λιπάρων ή Αιολίδων νήσων. Λεγόταν αρχαιότερα Θηρασία και Θέρμησσα και τη θεωρούσαν ιερό νησί του Ηφαίστου, που είχε εκεί τα σιδηρουργεία του. Είναι το… …   Dictionary of Greek

  • Ἱερᾷ — Ἱερή fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιερά Εξέταση — (Ιnquisitio). Εκκλησιαστικό δικαστήριο που ιδρύθηκε μεταξύ 12ου και 13ου αι., με σκοπό να καταπολεμήσει τις αιρέσεις. Παλαιότερο προηγούμενο τέτοιου θεσμού μπορούν να θεωρηθούν οι διατάξεις των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου κατά των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”